- προκομμένος
- -η, -ο, Ν(μτχ. ως ουσ.) βλ. προκόπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκόπτω — ΝΜΑ, προκόβω και προκόφτω Ν [κόπτω / κόβω] 1. προοδεύω (α. «έβαλε μυαλό και πρόκοψε» β. «προκόψομεν οὐδέν» δεν θα προοδεύσουμε καθόλου, Αλκ.) 2. αναπτύσσομαι ηθικά και πνευματικά (α. «πρόκοψε στα γράμματα» β. «προκόπτειν ἐν τοῑς μαθήμασι»,… … Dictionary of Greek
προκόβω — προκόβω, πρόκοψα, προκομμένος βλ. πίν. 7 Σημειώσεις: προκόβω : η μτχ. προκομμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ εργατικός, φιλόπονος) ή με ειρωνική έννοια ως ουσιαστικό (πού είναι ο προκομμένος σου;) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκόβω — πρόκοψα, προκομμένος 1. προοδεύω, εξελίσσομαι, μεγαλώνω: Πρόκοψε στη δουλειά του. 2. είμαι ή γίνομαι εργατικός: Πρόκοψε η ακαμάτρα, όταν είδε την κόμματα (παροιμ.). 3. για ζώα και φυτά, μεγαλώνω, ευδοκιμώ, αποδίδω: Δεν προκόβουν τα αμπέλια στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καματερός — ή, ό (Μ καματερός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά») 2. το θηλ. ως ουσ. η καματερή εργάσιμη μέρα, καθημερινή 3. το ουδ. ως ουσ. το καματερό α) βόδι κατάλληλο… … Dictionary of Greek
προκομμάδα — η, Ν το να είναι κανείς φίλεργος, η προκοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκομμένος + κατάλ. άδα (Ι) (πρβλ. αφηρημ άδα)] … Dictionary of Greek
επιμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που φροντίζει για κάτι, που ασχολείται με κάτι με πολύ ενδιαφέρον, εργατικός, προσεκτικός, προκομμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)